- ναυτολογικός
- η , ό[ν] мор. вербовочный, призывной;
ναυτολογικό γραφείο — вербовочный, призывной пункт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναυτολογικό γραφείο — вербовочный, призывной пункт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναυτολογικός — ή, ὁ (Μ ναυτολογικός, ή, όν) [ναυτολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ναυτολογία («ναυτολογικός κατάλογος») μσν. 1. αυτός που είναι σχετικός με καταγραφή που γίνεται στον ναυτικό χώρο 2. φρ. «ναυτολογικὸ χαρτί» ναυτικός χάρτης … Dictionary of Greek